- χρυσελεφαντήλεκτρος
- χρῡσ-ελεφαντήλεκτρος, ον,A of gold, ivory, and electrum, overlaid therewith, ἀσπίς Epigr. ap. Plu. Tim.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσελεφαντήλεκτρος — ον, Α κατασκευασμένος από χρυσό, ελεφαντόδοντο και ήλεκτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐλέφας, αντος «ελεφαντόδοντο» + ἤλεκτρον] … Dictionary of Greek
χρυσελεφαντηλέκτρους — χρῡσελεφαντηλέκτρους , χρυσελεφαντήλεκτρος of gold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)